- σέμνωμα
- τὸ, ΝΜΑ [σεμνῶ]νεοελλ.καθετί για το οποίο καυχιέται κανείς, καύχημα, καμάρι («είναι το σέμνωμα τής πόλης του»)μσν.στον πληθ. τὰ σεμνώματαοι μεγάλοι και σπουδαίοι λόγοιαρχ.1. μεγαλοπρέπεια2. αξιοπρέπεια3. κόσμημα.
Dictionary of Greek. 2013.